κακοχώνευτος

κακοχώνευτος
-η, -ο 1. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος, δύσπεπτος
2. μτφ. α) (για ανθρώπους) φορτικός, ανυπόφορος, δυσάρεστος, δύστροπος
β) (για λόγους ή πράγμ.) μη πιστευτός («κακοχώνευτη ψευτιά»)
γ. (για γνώση) δύσκολος, δύσκολα κατανοητός, δυσκολομάθητος («τα μαθηματικά είναι κακοχώνευτα»).
επίρρ...
κακοχώνευτα
1. με δυσκολία στην πέψη, στο χώνεμα
2. μτφ. με δυσκολία στην κατανόηση, στη μάθηση, στην αφομοίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακοχώνευτος — η, ο αυτός που δύσκολα χωνεύεται: Το φαγητό αυτό είναι κακοχώνευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάπεπτος — η, ο (AM ἀδιάπεπτος, ον) αυτός που δεν υφίσταται πέψη, κακοχώνευτος, δύσπεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *διαπέπτω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαπεψία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”